- τετραπλώς
- Αεπίρρ. βλ. τετραπλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
четверогубо — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (греч. τετραπλῶς) вчетверо. … … Словарь церковнославянского языка
τετραπλός — ή, ό / τετραπλοῡς, οῡν, ΝΑ, και λόγ. τ. τετραπλούς, ούν, Ν, και τετραπλόος, όη, ον, Α αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος, ο τετραπλάσιος νεοελλ. αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα … Dictionary of Greek
τετρασχιδής — ές, Α (μόνο στο επίρρ.) τετρασχιδῶς τετραπλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. πολυ σχιδής] … Dictionary of Greek
ՉՈՐԵՔԿԻՆ — ( ) NBH 2 0578 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 12c τετράπους quadruplus. կնի, կնաց. ա. Մին չորիցս կրկնեալ. չորեքպատիկ. չորք. ... *Արարիչ չորեքկին նիւթոցս. Եղիշ. ՟Բ: *Զոր ճշմարտեն աւետարանքն հաստատուն թուովն չորեքկին. Արշ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)